ΟΠΤΙΚΑ ΕΡΕΘΙΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ
Το Κεντρικό Νευρικό Σύστημα, για να προσδιορίσει την θέση του σώματος στον χώρο, ώστε να διατηρεί την ισορροπία του, χρησιμοποιεί τα ερεθίσματα από τρία συστήματα.Το οπτικό σύστημα, το σωματοαισθητηριακό( αισθητήρες που βρίσκονται στους μύες, τις αρθρώσεις και το δέρμα) και το αιθουσαίο (αισθητήρες στο εσωτερικό του αυτιού).
Τελευταία, ο ρόλος της όρασης στην ισορροπία έχει αρχίσει να είναι πιο σημαντικός απ’ότι πιστευόταν πιο παλιά. Τα οπτικά ερεθίσματα φέρνουν πληροφορίες που αφορούν την θέση και την κίνηση του κεφαλιού στον χώρο. Φέρνουν αναφορές για την κατακόρυφη θέση καθώς πολλά από τα πράγματα που μας περιβάλλουν, για παράδειγμα παράθυρα και πόρτες, είναι κάθετα ευθυγραμμισμένα.
Οι Lee και Anderson έχουν αποδείξει ότι η ισορροπία επηρεάζεται σοβαρά από την μεταβολή των οπτικών πληροφοριών. Στο πείραμά τους, ο εξεταζόμενος στέκεται όρθιος σ’ένα ειδικό δωμάτιο του οποίου οι τοίχοι είναι κρεμαστοί και μπορούν να μετακινηθούν.
Το πάτωμα παραμένει σταθερό και καθώς οι τοίχοι κινούνται, επηρεάζουν τις πληροφορίες οπτικής ροής.
Η κίνηση των τοίχων να πλησιάζουν προς τον εξεταζόμενο είτε ν’απομακρύνονται απ’ αυτόν, προκαλεί ταλάντωση του ατόμου προς την ίδια κατεύθυνση με αυτήν του κινούμενου τοίχου.
Όταν οι εξεταζόμενοι είναι μικρά παιδιά, η κίνηση των τοίχων μπορεί να προκαλέσει ένα παραπάτημα προς τα εμπρός είτε προς τα πίσω, το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε απότομο κάθισμα. Σε βρέφη 1 έτους, οι απότομες κινήσεις των τοίχων δημιουργούν κινητικές ανταποκρίσεις που έχουν σαν αποτέλεσμα ακόμη και την πτώση του βρέφους πίσω είτε εμπρός.
Αυτό συμβαίνει γιατί η κίνηση των τοίχων προς το άτομο δημιουργεί μια οπτική ροή πληροφοριών που σημαίνει ότι το κεφάλι κινείται προς τα εμπρός, δηλ. ότι το σώμα είναι εκτός ισορροπίας και πέφτει προς τα εμπρός. Για να αναπληρωθεί η ψευδαισθητική απώλεια της ισορροπίας, παράγονται κινητικές προσαρμογές σχεδιασμένες για την ανάκτηση της κατακόρυφης θέσης. Ωστόσο, επειδή η σωματική ταλάντευση δεν είναι πραγματική, αλλά μια ψευδαίσθηση, αφού το πάτωμα παραμένει αμετακίνητο, οι αντιδράσεις διόρθωσης δρούν τελικά αποσταθεροποιητικά.
Όταν γίνεται επομένως εκπαίδευση στην ανεξάρτητη ορθοστάτηση, θα πρέπει αυτά τα δεδομένα να συνεκτιμηθούν με αρκετά άλλα φυσικά,έτσι ώστε:
-o χώρος να είναι κατάλληλα επιλεγμένος και διαμορφωμένος,
-ο εκπαιδευτής να επιλέξει την πλέον κατάλληλη θέση για τον ίδιο,
-να ελέγχεται η κίνηση άλλων παιδιών η ενηλίκων στο χώρο,
-να γίνει κατανοητό ότι η δραστηριότητα θα πρέπει σταδιακά να γενικευθεί και σε άλλες συνθήκες.
Βιβλιογραφία:
1. A.Shunway Cook & M.Woolacott: Motor Control, Theory and practical applications, Εκδ.
Σιώκης
2. Richard A. Schmidt: Motor Learning and Performance. Εκδ.Αθλότυπο